. Allergopedia

Αναφυλαξία-Δ΄ΜΕΡΟΣ

Σαμψάκης Ιωάννης
Ωτορινολαρυγγολόγος, Αθήνα
Σαββίδης Διονύσιος
Ωτορινολαρυγγολόγος, Μεσολόγγι
Ρούσσος Θεοδόσης
Ρούσσος Θεοδόσης, Ωτορινολαρυγγολόγος, Πειραιάς
Σκουλάς Ιωάννης
Ωτορινολαρυγγολόγος, Ηράκλειο
Σφήκας Θεόδωρος
Ωτορινολαρυγγολόγος, Θεσσαλονίκη

Συνέχεια από το Γ ΜΕΡΟΣ

Στα επόμενα 1-2 λεπτά εμφανίζονται τα υπόλοιπα σημεία και συμπτώματα του αναφυλακτικού shock, οπόταν ο ασθενής καθίσταται τελείως ανάπηρος, παρουσιάζει σπασμούς και χωρίς να έχει ικανότητα αντίδρασης καταλήγει στο μοιραίο.

 

Η παραπάνω αναφορά της κλινικής συμπτωματολογίας, που παρατίθεται δεν σημαίνει ότι τηρεί την αυτή σειρά εκδήλωσης σε κάθε ασθενή. Η συχνότητα και η πορεία των συμπτωμάτων ποικίλει πολύ. Υπήρξαν περιπτώσεις που η αναφυλαξία προκάλεσε αιφνίδιο θάνατο, χωρίς προειδοποιητικά σημεία.

 


Διαφορική διάγνωση
Στη διαφορική διάγνωση περιλαμβάνονται: Η συγκοπή ή λιποθυμία, το σύνδρομο του υπεραερισμού, η οξεία εισβολή άγχους. Στην περίπτωση που έχει χορηγηθεί πενικιλλίνη υπάρχει η πιθανότητα να έχει προκληθεί ψευδοαναφυλακτική αντίδραση από την προκαϊνούχο πενικιλλίνη, υπερκαλιαιμική καρδιακή ανακοπή από την καλιούχο πενικιλλίνη ή σπασμοί από την νευροτοξικότη τα της πενικιλλίνης.

 

Το οίδημα του λάρυγγα και η απόφραξη της τραχείας μπορεί να οφείλονται σε ξένα σώματα, αιμορραγία μέσα σε κύστη του θυρεοειδούς, αμφοτερόπλευρη παράλυση των λαρυγγικών νεύρων περιφερικής ή κεντρικής αιτιολογίας, λαρυγγοτραχειοβρογχίτιδα, λαρυγγική αιμορραγία, λαρυγγικούς ή τραχειακούς πολύποδες, κύστεις, αμυλοειδείς εναποθέσεις, υπογλώσσιο ή περιφαρυγγικό απόστημα. (Βλέπε Πίνακα 6).

 

Θεραπεία

O κάθε  γιατρός θα πρέπει να διαθέτει εφόδια και φάρμακα στο γραφείο ή στο αυτοκίνητο του, που θα τον βοηθήσουν να αναχαιτίσει ή να αντιστρέψει ένα αναφυλακτικό shock. Οποιοδήποτε φάρμακο αναλίσκεται θα πρέπει να αντικαθίσταται αμέσως. Με το πρώτο σημείο αναφυλακτικής αντίδρασης ο γιατρός που πρώτος θα το υποψιαστεί οφείλει να πάρει ταχύτατα τη σωστή απόφαση έγκαιρης αντιμετώπισης. Εφαρμόζονται, λοιπόν, τα ακόλουθα:


1. Απομόνωση του αντιγόνου, αν είναι δυνατόν, εφαρμόζοντας μια περιχειρίδα πάνω από το σημείο που ενέθηκε το φάρμακο, διαγνωστικός παράγοντας, εμβόλιο ή νυγμός υμενοπτέρου. Επίκληση ξένης βοήθειας. Τοποθέτηση του ασθενούς σε ύπτια θέση ή σε θέση shock και διατήρηση ανοιχτών των αεροφόρων οδών.


2. Ταχύτατα ελέγχονται τα ζωτικά σημεία, καθαρίζεται ο στοματοφάρυγγας από κινητές οδοντοστοιχίες, χορηγείται οξυγόνο με μάσκα ή ρινοκαθετήρα, υπό θετική πίεση (αν είναι δυνατόν) και αρχίζει η καρδιοαναπνευστική ανάνηψη, αν χρειαστεί.

3. Ταυτόχρονα με τα παραπάνω χορηγείται επινεφρίνη (αδρεναλίνη), σύμφωνα με τη σοβαρότητα της κατάστασης. 

 

Αναλυτικότερα περιγράφονται τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν, ανάλογα με τη βαρύτητα της κατάστασης.

Α) Στις ήπιες γενικευμένες αντιδράσεις (μετά από νυγμό εντόμου ή ένεση θεραπευτικού παράγοντα σε κάποιο άκρο), όπως η γενικευμένη κνίδωση, κνησμός, ήπιος συριγμός, αγγειοοίδημα, ναυτία, έμετος, τοποθετείται αμέσως μια περιχειρίδα πάνω από το σημείο της ένεσης για να καθυστερήσει η παραπέρα απορρόφηση του αντιγόνου. Το σημείο του νυγμού ή της ένεσης στους ενήλικες πρέπει να διηθηθεί υποδορίως ή ενδομυικώς με 0,3 έως 0,5 ml επινεφρίνης 1:1000.

Στα παιδιά χορηγούνται 0,1 ml/10 kg. Στα παιδιά η μεγίστη δόση είναι 0,3 ml. Η περιχειρίδα πρέπει να εφαρμόζεται συνεχώς για 15 έως 20 λεπτά, με μια μικρή διακοπή κάθε 3 λεπτά. Μόλις η αντίδραση σταματήσει, τότε διακόπτεται η περίδεση. Αν τα συμπτώματα είναι ήπια, δίδεται μια διπλή δόση αντιισταμινικού από το στόμα (π.χ. 100 mg διφαινυδραμίνης, ή 8 mg χλωροφαινιραμίνης).

 

Για τις ήπιες αντιδράσεις τα παραπάνω επαρκούν, αν και μια δεύτερη ένεση επινεφρίνης 0,3 ml υποδορίως μπορεί να χρειαστεί στο αντίθετο χέρι μετά από 10-20 λεπτά. Η επινεφρίνη αναστρέφει τα συμπτώματα της ρινίτιδας, της κνίδωσης, της βρογχοσύσπασης και της υπότασης, αυξάνοντας την κυκλική μονοφωσφωρική αδενοσίνη (AMP).

 

Έτσι προλαμβάνεται η εξέλιξη της αναφυλαξίας, ελαττώνοντας την απελευθέρωση της ισταμίνης και των λευκοτριενίων, αν τα τελευταία συμμετέχουν στην αντίδραση. Κάθε καθυστέρηση ή αποφυγή χορήγησης επινεφρίνης σε επαρκή δόση μπορεί να οδηγήσει στο θάνατο.

 

Αν τα συμπτώματα δεν αναστραφούν και η αντίδραση είναι προοδευτικά σοβαρή, αμέσως εισάγονται ενδοφλέβιοι πλαστικοί καθετήρες (No. 14 για ενηλίκους και No. 17 για παιδιά), ώστε να υπάρχει έτοιμη οδός χορήγησης υγρών και μια άλλη οδός για τη μέτρηση της κεντρικής φλεβικής πίεσης. Ο ασθενής παρακολουθείται για 24 ώρες. Μόλις υποχωρήσουν τα συμπτώματα, χορηγείται ένα αντιισταμινικό από το στόμα για 24 ώρες [12].

 

Β) Στις σοβαρότερες αντιδράσεις (με μαζικό αγγειοοίδημα, αλλά χωρίς ένδείξεις προσβολής του καρδωκυκλοφορικού), κατά τις οποίες υπάρχει φόβος ότι εξαιτίας της υπότασης και της αγγειακής κατέρρει/ψης μπορεί να παρεμποδιστεί η μεταφορά της επινεφρίνης από το σημείο της υποδόριας ένεσής της, χορηγούνται τα ακόλουθα φάρμακα.

 

α. Υπογλώσσια ένεση επινεφρίνης [στο κέντρο του αγγειακού πλέγματος της βάσης της γλώσσας (υδατικό διάλυμα επινεφρίνης 1:1000, σε δόση 0,3-0,5 ml για ενήλικες και 0,1-03 ml για παιδιά, ή 0,1 ml/10 kg] [20]. Η δόση της επινεφρίνης μπορεί να επαναληφθεί κάθε 10-20 λεπτά.

 

β. Διφαινυδραμίνη σε δόση 50-100 mg ενδοφλεβίως (για ενήλικους) και 2 mg/kg/δόση με μέγιστη δόση 50 mg (για παιδιά), μέσα σε ένα χρονικό διάστημα 3 λε¬πτών, επιπρόσθετα με τη χορήγηση επινεφρίνης που αναφέρθηκε στην (α) παράγραφο.

Η διφαινυδραμίνη καθηλώνει το λαρυγγικό οίδημα και αναστέλει την παραπέρα έκλυση ισταμίνης. Εφόσον το οίδημα ανταποκρίνεται στη θεραπεία μπορεί να χορηγηθεί 0,3 ml από το υδατικό διάλυμα μακράς δράσεως επινεφρίνης 1:200 υποδορίως, γιατί η δράση της διαρκεί 6-8 ώρες. Για τις επόμενες 24 ώρες χορηγείται από το στόμα ένα αντιισταμινικό και πιθανόν ένα κορ τικοστεροειδές για την καταστολή μιας καθυστερημένης αντίδρασης [12]. 


Γ) Για τις σοβαρές αντιδράσεις από το καρδιοκυ- κλοφορικό και αναπνευστικό σύστημα, που δεν αντι¬δρούν με την υποδόρια ή ενδομυϊκή χορήγηση της επινε- φρίνης λαμβάνονται τα ακόλουθα μέτρα:


α. Αρχίζει η ενδοφλέβια στάγδην έγχυση φυσιολογικού ορού.
β. Ο επίμονος βρογχόσπασμος θεραπεύεται με αμι- νοφυλίνη 6 mg/kg στάγδην, ενδοφλεβίως, μέσα σε 20 λεπτά, που ακολουθείται από 0,5 mg/kg/h περίπου, ώστε να διατηρηθούν τα επίπεδα της θεοφυλλίνης του αίματος στα επίπεδα των 20 mg/ml. Θα πρέπει να τονιστεί ότι η αμινοφυλλίνη δεν πρέπει να χρησιμοποιεί¬ται, όταν δεν υπάρχει βρογχόσπασμος, γιατί μπορεί να προκαλέσει απρόβλεπτα καρδιαγγειακά αποτελέσματα και αυξάνει τον κίνδυνο της υπότασης.


γ. Η παρουσία επίμονης υπότασης αντιμετωπίζεται ως εξής:

Συνέχίζεται στο Ε΄ ΜΕΡΟΣ

Το παρόν άρθρο προστατεύεται από το νόμο περί πνευματικής ιδιοκτησίας. Απαγορεύεται η μερική ή ολική αντιγραφή και χρήση του στο διαδίκτυο ή οποιοδήποτε άλλο έντυπο μέσο, εκτός και αν ζητηθεί έγγραφη άδεια από τον ιδιοκτήτη της παρούσας ιστοσελίδας.