Λεξικό .. επίπτωση (επικράτηση, διάδοση, εξάπλωση)
επίπτωση (επικράτηση, διάδοση, εξάπλωση) [prevalence]. Ο συνολικός αριθμός των περιπτώσεων μιας νόσου σε δεδομένο πληθυσμό, σε ειδικό χρονικό διάστημα
Γκέλης Ν.Δ. - Λεξικό Αλλεργίας - Εκδόσεις ΒΕΛΛΕΡOΦΟΝΤΗΣ - Κόρινθος 2013
Gelis Ν.D. - Dictionary of Allergies - VELLEROFONTIS Publications - Corinth 2013