Λεξικό .. βασεοφιλικός, -ή, -ό, basophilic
βασεοφιλικός, -ή, -ό, basophilic. Ααυτός που περιέχει ιστικά συστατικά, τα οποία, τα οποία έχουν χημική συγγένεια προς βασικές χρωστικές, κάτω από ειδικές συνθήκες του pH . Βλ. βασεόφιλο, basophil, basophile
Γκέλης Ν.Δ. - Λεξικό Αλλεργίας - Εκδόσεις ΒΕΛΛΕΡOΦΟΝΤΗΣ - Κόρινθος 2013
Gelis Ν.D. - Dictionary of Allergies - VELLEROFONTIS Publications - Corinth 2013