Λεξικό .. βασεοφιλία, basophilia [(Syn.) Grawitz’basophilia], basophilism
βασεοφιλία, basophilia [(Syn.) Grawitz’basophilia], basophilism. 1. Κατάσταση με μη φυσιολογικό αριθμό βασεοφίλων λευκοκυττάρων στην κυκλοφορία του αίματος (βασεοφιλική λευκοκυττάρωση) ή μια αύξηση της αναλογίας των παρεγχυματικών βασεοφίλων κυττάρων ενός οργάνου, π.χ. η βασεοφιλική υπερπλασία του μυελού των οστών.
2. Η ανεύρεση βασεοφιλικών ερυθροκυττάρων στην κυκλοφορία του αίματος, όπως σε μερικές περιπτώσεις λευχαιμίας, προχωρημένης λευχαιμίας, ελονοσίας, και μολυβδίασης.(ETYM.: baso- , βάσις + φιλία < φίλος < φιλώ, to love) βασεοφιλία, η [(Συν.) β. του Grawitz, βασεοφιλισμός]
Γκέλης Ν.Δ. - Λεξικό Αλλεργίας - Εκδόσεις ΒΕΛΛΕΡOΦΟΝΤΗΣ - Κόρινθος 2013
Gelis Ν.D. - Dictionary of Allergies - VELLEROFONTIS Publications - Corinth 2013