. Allergopedia

Λεξικό .. Βασεόφιλο

Βασεόφιλο,  basophile [(Syn.) basophilic] 1. Ένα κύτταρο με κοκκία, που χρωματίζονται ειδικά με βασικές χρωστικές. 2. Λευκοκύτταρο, φαγοκύτταρο του αίματος, που χαρακτηρίζεται από πολυάριθμα βασεόφιλα κοκκία, τα οποία περιέχουν  ηπαρίνη και ισταμίνη. Εκτός από τον πυρήνα τους, που είναι πλύλοβος, τα βασεόφιλα είναι μορφολογικά και φυσιολογικά παρόμοια με τα μαστοκύτταρα, αν και προέρχονται από διαφορετικά αρχέγονα κύτταρα, στο μυελό των οστών).[ETYM.: baso- (βάσις, basis) + φιλέω (αγαπώ, to love)]

Γκέλης Ν.Δ. - Λεξικό Αλλεργίας - Εκδόσεις ΒΕΛΛΕΡOΦΟΝΤΗΣ - Κόρινθος 2013

Gelis Ν.D. - Dictionary of Allergies - VELLEROFONTIS Publications - Corinth 2013