. Allergopedia

ΠΡΟΙΟΝΤΑ - RUPAFIN

ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΤΩΝ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΩΝ ΤΟΥ ΠΡΟΪOΝΤΟΣ

 

1. ΟΝΟΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ

Rupafin 10 mg δισκία

2. ΠΟΙΟΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΣΟΤΙΚΗ ΣΥΝΘΕΣΗ

Κάθε δισκίο περιέχει: 10 mg rupatadine (as fumarate). Έκδοχα: λακτόζη 58 mg σαν λακτόζη μονοϋδρική. Για τον πλήρη κατάλογο των εκδόχων, βλέπε παράγραφο 6.1.

3.  ΦΑΡΜΑΚΟΤΕΧΝΙΚΗ ΜΟΡΦΗ

Δισκίο. Στρογγυλά δισκία, χρώματος ανοικτού σωμόν.

4.  ΚΛΙΝΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

4.1.  Θεραπευτικές ενδείξεις

Συμπτωματική αντιμετώπιση της αλλεργικής ρινίτιδας και της χρόνιας ιδιοπαθούς κνίδωσης σε ενήλικες και εφήβους (ηλικίας 12 ετών και άνω).

4.2.    Δοσολογία και τρόπος χορήγησης

Ενήλικες και έφηβοι (ηλικίας 12 ετών και άνω)

Η συνιστώμενη δόση είναι 10 mg (ένα δισκίο) άπαξ ημερησίως, με ή χωρίς τροφή.    

Ηλικιωμένοι

Η rupatadine πρέπει να χορηγείται με προσοχή στους ηλικιωμένους (βλέπε παράγραφο 4.4).

Παιδιατρικοί ασθενείς

Τα δισκία rupatadine 10 mg δε συνιστώνται σε παιδιά ηλικίας κάτω των 12 ετών λόγω έλλειψης στοιχείων όσον αφορά την ασφάλεια και την αποτελεσματικότητα.

Ασθενείς με νεφρική ή ηπατική ανεπάρκεια

Καθώς δεν υπάρχει κλινική εμπειρία σε ασθενείς με νεφρική ή ηπατική δυσλειτουργία, η χρήση των δισκίων rupatadine 10 mg δεν συνιστάται προς το παρόν σε αυτούς τους ασθενείς.

4.3.  Αντενδείξεις

Υπερευαισθησία στη rupatadine ή σε κάποιο από τα έκδοχα.

4.4. Ειδικές προειδοποιήσεις και προφυλάξεις κατά τη χρήση

Η χορήγηση της rupatadine με χυμό γκρέιπφρουτ δεν συνιστάται (βλέπε παράγραφο 4.5).

Η καρδιολογική ασφάλεια της rupatadine εκτιμήθηκε σε μια εκτενή QT/QTc μελέτη. Η rupatadine σε δόσεις μέχρι 10 φορές μεγαλύτερες της θεραπευτικής δόσης δεν εμφάνισε κάποια επίδραση στο ηλεκτροκαρδιογράφημα (ECG) και ως εκ τούτου δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα καρδιολογικής ασφάλειας. Εν τούτοις η rupatadine πρέπει να χορηγείται με προσοχή σε ασθενείς με γνωστή επιμήκυνση του διαστήματος QT, σε ασθενείς με υποκαλιαιμία που δεν έχει διορθωθεί, σε ασθενείς με επιμένουσες προαρρυθμικές καταστάσεις, όπως κλινικά σημαντική βραδυκαρδία, αιφνίδια ισχαιμία του μυοκαρδίου. 

Τα rupatadine 10 mg δισκία πρέπει να χορηγούνται με προσοχή σε ηλικιωμένους ασθενείς (65 ετών και άνω). Αν και σε κλινικές δοκιμές δεν παρατηρήθηκαν γενικά διαφορές στην αποτελεσματικότητα και στην ασφάλεια, υψηλότερη ευαισθησία ορισμένων ηλικιωμένων ατόμων δεν μπορεί να αποκλειστεί λόγω του μικρού αριθμού των ηλικιωμένων ασθενών που συμμετείχαν (βλέπε παράγραφο 5.2).

Όσον αφορά τη χρήση σε παιδιά κάτω των 12 ετών και σε ασθενείς με νεφρική ή ηπατική βλάβη, βλέπε παράγραφο 4.2.

Λόγω της παρουσίας της λακτόζης μονοϋδρικής στα rupatadine 10 mg δισκία, ασθενείς με σπάνια κληρονομικά προβλήματα δυσανεξίας στη γαλακτόζη, έλλειψη Lapp λακτάσης ή δυσαπορρόφησης γλυκόζης-γαλακτόζης δεν πρέπει να λαμβάνουν αυτό το φάρμακο.

4.5.   Αλληλεπιδράσεις με άλλα φαρμακευτικά προϊόντα και άλλες μορφές αλληλεπίδρασης

Αλληλεπίδραση με κετοκοναζόλη ή ερυθρομυκίνη: Η σύγχρονη χορήγηση 20 mg rupatadine και κετοκοναζόλης ή ερυθρομυκίνης αυξάνουν την συστηματική έκθεση στην rupatadine 10 φορές και 2-3 φορές αντιστοίχως. Αυτές οι μεταβολές δεν συσχετίστηκαν με επίδραση στο διάστημα QT ή με αύξηση των ανεπιθύμητων ενεργειών σε σύγκριση με την χωριστή χορήγηση των φαρμάκων. Εν τούτοις, η rupatadine θα πρέπει να χρησιμοποιείται με προσοχή όταν συγχορηγείται με αυτές τις φαρμακευτικές ουσίες και άλλους αναστολείς του ισοενζύμου CYP3A4.

Αλληλεπίδραση με γκρέιπφρουτ: Η σύγχρονη χορήγηση χυμού γκρέιπφρουτ αυξάνει 3.5 φορές την συστηματική έκθεση της rupatadine. Ο χυμός γκρέιπφρουτ δεν θα πρέπει να λαμβάνεται συγχρόνως.

Αλληλεπίδραση με αλκοόλη: Μετά την χορήγηση αλκοόλης, μία δόση 10 mg rupatadine προκάλεσε οριακή επίδραση σε μερικές δοκιμασίες ψυχοκινητικής λειτουργίας, αν και δεν ήταν σημαντικά διαφορετική απ’ αυτή που προκλήθηκε με τη λήψη μόνο αλκοόλης. Μία δόση 20 mg αύξησε την επίδραση που προκλήθηκε από τη λήψη αλκοόλης.

Αλληλεπίδραση με κατασταλτικά του ΚΝΣ: Όπως και με άλλα αντιισταμινικά δεν μπορούν να αποκλεισθούν οι αλληλεπιδράσεις με κατασταλτικά του ΚΝΣ.

Αλληλεπίδραση με στατίνες: Σε κλινικές μελέτες με rupatadine έχει αναφερθεί, όχι συχνά, ασυμπτωματική αύξηση της CPK. Ο κίνδυνος αλληλεπιδράσεων με στατίνες, μερικές από τις οποίες μεταβολίζονται επίσης από το ισοένζυμο του κυτοχρώματος Ρ450 CYP3Α4 είναι άγνωστος. Γι’ αυτούς τους λόγους, η rupatadine θα πρέπει να χρησιμοποιείται με προσοχή όταν συγχορηγείται με στατίνες.

4.6. Κύηση και γαλουχία

Τα δεδομένα σχετικά με περιορισμένο αριθμό (2) περιπτώσεων έκθεσης κατά την εγκυμοσύνη στην rupatadine, δεν καταδεικνύουν ανεπιθύμητες ενέργειες στην εγκυμοσύνη ή στην υγεία του εμβρύου/νεογνού. Έως σήμερα δεν διατίθενται άλλα σχετικά επιδημιολογικά δεδομένα. Μελέτες σε ζώα δεν κατέδειξαν άμεσες ή έμμεσες επικίνδυνες επιπτώσεις στην εγκυμοσύνη, στην ανάπτυξη του εμβρύου, στον τοκετό ή στην μεταγεννητική ανάπτυξη (βλέπε παράγραφο 5.3). Η χορήγηση σε έγκυες γυναίκες πρέπει να πραγματοποιείται με ιδιαίτερη προσοχή.

Η rupatadine απεκκρίνεται στο γάλα των ζώων. Είναι άγνωστο εάν η rupatadine απεκκρίνεται στο ανθρώπινο γάλα. Λόγω έλλειψης στοιχείων στον άνθρωπο η χορήγηση σε γαλουχούσες γυναίκες πρέπει να πραγματοποιείται με ιδιαίτερη προσοχή.

4.7.  Επίδραση στην ικανότητα οδήγησης και χειρισμού μηχανών

Η rupatadine 10 mg δεν είχε επίδραση στην ικανότητα οδήγησης αυτοκινήτου και χειρισμού μηχανών. Ωστόσο, πρέπει να δίδεται προσοχή πριν την οδήγηση ή τον χειρισμό μηχανών μέχρι να διαπιστωθεί η ατομική αντίδραση του ασθενούς στη rupatadine.

4.8.  Ανεπιθύμητες ενέργειες

Σε κλινικές μελέτες χορηγήθηκε rupatadine 10 mg σε περισσότερους από 2025 ασθενείς, εκ των οποίων  120 έλαβαν rupatadine για τουλάχιστον 1 έτος. Οι πιο συχνές ανεπιθύμητες ενέργειες σε ελεγχόμενες κλινικές μελέτες ήταν υπνηλία (9.5%), κεφαλαλγία (6.9%) και κόπωση (3.2%). Η πλειονότητα των ανεπιθύμητων ενεργειών που παρατηρήθηκαν σε κλινικές μελέτες ήταν ήπιες έως μέτριες σε σοβαρότητα και δεν απαίτησαν διακοπή της θεραπείας. Οι συχνότητες εμφάνισης αντιστοιχούν σε: συχνές (³1/100 έως <1/10), όχι συχνές (³1/1000 έως <1/100) και συνοψίζονται ως εξής:

Παρακλινικές εξετάσεις: Όχι συχνές: κρεατινοφωσφοκινάση αίματος αυξημένη, αμινοτρανσφεράση της αλανίνης αυξημένη, ασπαρτική αμινοτρανσφεράση αυξημένη, δοκιμασία ηπατικής λειτουργίας μη φυσιολογική, σωματικό βάρος αυξημένο. Διαταραχές του νευρικού συστήματος: Συχνές: υπνηλία, κεφαλαλγία, ζάλη. Όχι συχνές: διαταραχή στην προσοχή. Διαταραχές του αναπνευστικού συστήματος, του θώρακα και του μεσοθωρακίου: Όχι συχνές: επίσταξις, ξηρότητα της ρινός, φαρυγγίτις, βήχας, ξηρότητα του φάρυγγα, φαρυγγολαρυγγικό άλγος, ρινίτις. Διαταραχές του γαστρεντερικού συστήματος: Συχνές: ξηροστομία. Όχι συχνές: ναυτία, άλγος άνω κοιλιακής χώρας, διάρροια, δυσπεψία, έμετος, κοιλιακό άλγος, δυσκοιλιότης. Διαταραχές του δέρματος και του υποδόριου ιστού: Όχι συχνές: εξάνθημα. Διαταραχές του μυοσκελετικού συστήματος και του συνδετικού ιστού: Όχι συχνές: οσφυαλγία, αρθραλγία, μυαλγία. Διαταραχές του μεταβολισμού και της θρέψης: Όχι συχνές: όρεξη αυξημένη. Γενικές διαταραχές και καταστάσεις της οδού χορήγησης: Συχνές: κόπωση, εξασθένηση. Όχι συχνές: δίψα, δυσφορία, πυρεξία. Ψυχιατρικές διαταραχές: Όχι συχνές: ευερεθιστότητα.

4.9.  Υπερδοσολογία

Δεν έχει αναφερθεί περίπτωση υπερδοσολογίας. Σε μια κλινική μελέτη ασφάλειας rupatadine σε ημερήσια δόση των 100 mg για 6 ημέρες ήταν καλά ανεκτή. Η πιο συχνή ανεπιθύμητη ενέργεια είναι η υπνηλία. Σε περιπτώσεις τυχαίας κατάποσης πολύ υψηλών δόσεων θα πρέπει να χορηγηθεί συμπτωματική θεραπεία μαζί με τα απαραίτητα υποστηρικτικά μέτρα.

5.  ΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ

5.1.  Φαρμακοδυναμικές ιδιότητες

Φαρμακοθεραπευτική κατηγορία : άλλα αντιισταμινικά για συστηματική χορήγηση, ATC code : R06A X28.

H rupatadine είναι ένα αντιισταμινικό δεύτερης γενιάς, παρατεταμένης δράσης ανταγωνιστής της ισταμίνης, με εκλεκτική δράση ανταγωνισμού των περιφερικών ισταμινικών Η1 υποδοχέων. Μερικοί από τους μεταβολίτες διαθέτουν μια αντιισταμινική δράση και μπορεί να συνεισφέρουν μερικώς στην συνολική αποτελεσματικότητα του φαρμάκου. In vitro μελέτες με την rupatadine σε υψηλές συγκεντρώσεις έδειξαν αναστολή της αποκοκκίωσης των μαστοκυττάρων που προκαλείται από ανοσολογική και μη ανοσολογική διέγερση και αναστολή της απελευθέρωσης των κυτοκινών, ιδιαίτερα των TNFα στα ανθρώπινα μαστοκύτταρα και μονοκύτταρα. Η κλινική σημασία των παρατηρηθέντων πειραματικών στοιχείων απομένει να επιβεβαιωθεί. Κλινικές δοκιμές σε εθελοντές (n=375) και ασθενείς (n=2650) με αλλεργική ρινίτιδα και χρόνια ιδιοπαθή κνίδωση, δεν έδειξαν σημαντική επίδραση στο ηλεκτροκαρδιογράφημα όταν η rupatadine χορηγήθηκε σε δόσεις που κυμαίνονταν από 2 mg μέχρι 100 mg. Σε ελεγχόμενες κλινικές μελέτες με εικονικό φάρμακο σε ασθενείς με Χρόνια Ιδιοπαθή Κνίδωση η rupatadine ήταν αποτελεσματική μειώνοντας τη μέση τιμή του κνησμού σε σχέση με την αρχική τιμή (baseline) κατά τη διάρκεια 4 εβδομάδων θεραπείας (αλλαγή έναντι της baseline: rupatadine 57.5%, εικονικό φάρμακο 44.9%) και ελαττώνοντας τον μέσο αριθμό των πομφών (54.3% έναντι 39.7%).  

5.2.  Φαρμακοκινητικές ιδιότητες

Απορρόφηση και βιοδιαθεσιμότητα

Μετά από του στόματος χορήγηση η rupatadine απορροφάται γρήγορα, με tmax περίπου 0.75 ώρες από τη λήψη. Η μέση Cmax ήταν 2.6 ng/ml μετά από εφάπαξ από του στόματος δόση 10 mg και 4.6 ng/ml μετά από εφάπαξ από του στόματος δόση 20 mg. Η φαρμακοκινητική της rupatadine ήταν γραμμική για δόση μεταξύ 10 και 40 mg. Μετά από δόση 10 mg άπαξ ημερησίως για 7 ημέρες, η μέση Cmax ήταν 3.8 ng/ml. Η συγκέντρωση στο πλάσμα ακολούθησε μια δις-εκθετική πτώση με μέσο χρόνο ημιζωής για την απομάκρυνση 5.9 ώρες. Ο ρυθμός σύνδεσης της rupatadine με τις πρωτεϊνες του πλάσματος ήταν 98.5-99%. Λόγω του ότι η rupatadine δεν έχει ποτέ χορηγηθεί σε ανθρώπους ενδοφλεβίως, δεν υπάρχουν στοιχεία διαθέσιμα για την απόλυτη βιοδιαθεσιμότητά της.

Επίδραση από την λήψη τροφής

Σύγχρονη λήψη τροφής αυξάνει την συστηματική έκθεση (AUC) σε rupatadine έως 23% περίπου. Η έκθεση στον έναν από τους δραστικούς μεταβολίτες της και στον κυρίως αδρανή μεταβολίτη της ήταν πρακτικά η ίδια (μείωση κατά 5% περίπου και 3% αντίστοιχα). Ο χρόνος που χρειάστηκε να επιτευχθεί η μέγιστη συγκέντρωση στο πλάσμα (tmax ) της rupatadine καθυστέρησε κατά 1 ώρα. Η μέγιστη συγκέντρωση στο πλάσμα (Cmax) δεν επηρεάστηκε από την λήψη τροφής. Αυτές οι διαφορές δεν είχαν κλινική σημασία.

Μεταβολισμός και απομάκρυνση

Σε μία μελέτη απέκκρισης στους ανθρώπους (40 mg της 14C-rupatadine), 34.6% της ραδιενέργειας που χορηγήθηκε ανακτήθηκε στα ούρα και 60.9% στα κόπρανα που συλλέχθηκαν για 7 ημέρες. Η rupatadine όταν χορηγείται από του στόματος υφίσταται σημαντικό προ-συστηματικό μεταβολισμό. Τα ποσά του αμετάβλητου δραστικού συστατικού που βρέθηκαν στα ούρα και στα κόπρανα ήταν ασήμαντα. Αυτό σημαίνει ότι η rupatadine μεταβολίζεται πλήρως. In vitro μελέτες μεταβολισμού σε ανθρώπινα ηπατικά μικροσώματα δείχνουν ότι η rupatadine μεταβολίζεται κυρίως από το κυτόχρωμα P450 (CYP 3A4).

Ειδικές ομάδες ασθενών

Σε μελέτη που έγινε σε υγιείς εθελοντές για να συγκριθούν τα αποτελέσματα σε νέους ενήλικες και ηλικιωμένους ασθενείς, οι τιμές των AUC και Cmax για την rupatadine  ήταν υψηλότερες στους ηλικιωμένους απ’ ότι στους νεώτερους ενήλικες. Αυτό πιθανόν οφείλεται σε μείωση του ηπατικού μεταβολισμού πρώτης διόδου στους ηλικιωμένους. Αυτές οι διαφορές δεν ήταν εμφανείς στους μεταβολίτες που αναλύθηκαν. Η μέση ημιπερίοδος απέκκρισης για την rupatadine στους ηλικιωμένους και νέους εθελοντές ήταν 8.7 ώρες και 5.9 ώρες αντίστοιχα. Καθώς αυτά τα αποτελέσματα για την rupatadine και για τους μεταβολίτες της δεν ήταν κλινικά σημαντικά, θεωρείται ότι δεν είναι απαραίτητο να γίνει κάποια προσαρμογή όταν χορηγείται δόση 10 mg στους ηλικιωμένους.

5.3.  Προκλινικά δεδομένα για την ασφάλεια

Προκλινικά δεδομένα δεν υπέδειξαν κάποιο ιδιαίτερο κίνδυνο για τους ανθρώπους βασιζόμενα σε τυπικές μελέτες φαρμακολογίας, τοξικότητας μετά από επαναλαμβανόμενη δόση, γονοτοξικότητας, και καρκινογόνου δυναμικού.

Πάνω από 100 φορές η κλινικά συνιστώμενη δόση (10 mg) rupatadine δεν επιμήκυνε το QTc ή το QRS διάστημα ούτε προκάλεσε αρρυθμία σε διάφορα είδη ζώων όπως αρουραίους, ινδικά χοιρίδια και σκύλους. Η rupatadine και ένας από τους κύριους δραστικούς μεταβολίτες της στους ανθρώπους, δεν επηρέασαν το καρδιακό ηλεκτρικό δυναμικό σε απομονωμένες ίνες Purkinje σκύλου σε συγκεντρώσεις τουλάχιστον 2000 φορές μεγαλύτερες από την Cmax που επετεύχθησαν ύστερα από χορήγηση δόσης 10 mg στους ανθρώπους. Σε μία μελέτη όπου αξιολογήθηκε η επίδραση σε ανθρώπινους αναδημιουργημένους HERG διαύλους, η rupatadine ανέστειλε τους διαύλους σε συγκέντρωση 1685 φορές μεγαλύτερη από την Cmax που επετεύχθη ύστερα από χορήγηση δόσης 10 mg rupatadine. Μελέτες κατανομής στους ιστούς σε αρουραίους, με επισημασμένη rupatadine έδειξαν ότι η rupatad