Ιδιοπαθής αναφυλαξία [Α’ ΜΕΡΟΣ]
Μόσχος Λουκάς |
Ωτορινολαρυγγολόγος, Αθήνα |
Μπουρολιάς Κωνσταντίνος |
Ιατρός, Ωτορινολαρυγγολόγος, Χανιά, Κρήτη, Μέλος της Ελληνικής Εταιρείας ΩΡΛ Αλλεργίας Ανοσολογίας και Ρογχοπαθειών |
Οικονόμου Φαίδρα |
Ωτορινολαρυγγολόγος, Αθήνα |
Παξινός Μιχάλης |
Ωτορινολαρυγγολόγος, Βόλος |
Η ΙΔΙΟΠΑΘΗΣ αναφυλαξία είναι μια απειλητική για τη ζωή συστηματική αντίδραση άγνωστης αιτιολογίας[1]. Έχει διαπιστωθεί ένας συνεχώς αυξανόμενος αριθμός ανθρώπων με ιδιοπαθή αναφυλαξία (ΙΑ), οι οποίοι παρουσιάζουν αναφυλαξία χωρίς να εντοπιστεί κάποιο ένοχο αντιγόνο, ή μετά από σωματική άσκηση ή άλλα αναφυλαξιογόνα ερεθίσματα[2].
Η Ιδιοπαθής αναφυλαξία περιγράφηκε το 1978 και στη συνέχεια, αφού χαρακτηρίστηκε δημιουργήθηκαν θεραπευτικά πρωτόκολα[18]. Στo 1% των επιστημονικών ανακοινώσεων που αφορούν την αναφυλαξία αναφέρονται στην ιδιοπαθή αναφυλαξία[17].
Η κλινική εικόνα της ιδιοπαθούς αναφυλαξίας είναι η ίδια με αυτήν της κλασικής αναφυλαξίας με ιδιαίτερη συχνότητα την εκδήλωση εικόνας λαρυγικού οιδήματος του Quincke. Το 58% των ασθενών με ιδιοπαθή αναφυλαξία είναι ατοπικοί και αφορά τις γυναίκες σε ποσοστό 69%. Από τη διάγνωση θα πρέπει νααποκλείωνται ως ψευδοαναφυλαξία, το κληρονομικό αγγειονευρωτικό οίδημα του Quincke , καρκινοειδές σύνδρομο, το σύνδρομο υπερδιαβατότητας των τριχοειδών, παροξυσμός με μονοκλωνική γαμμοπάθεια και η συστηματική αναφυλαξία[17].
Προς το παρόν δεν υπάρχουν γνωστές ορολογικές παράμετροι, με τις οποίες θα μπορούσε να προβλέψει κανείς ένα επικείμενο επεισόδιο ιδιοπαθούς αναφυλαξίας (ΙΑ), με εξαίρεση την παρουσία υπερανοσοσφαιριναιμίας Ε, σε έναν ασθενή[3].
Οι πρώτες περιπτώσεις ιδιοπαθούς αναφυλαξίας περιγράφηκαν από τον Bacal και τους συνεργάτες του το 1978[4] και σ’ αυτούς άλλωστε οφείλεται και ο όρος ιδιοπαθής αναφυλαξία. Έκτοτε διάφοροι ερευνητές έχουν ανακοινώσει αρκετές περιπτώσεις ιδιοπαθούς αναφυλαξίας στη διεθνή βιβλιογραφία[2].
Από τους 21 ασθενείς που ανέφερε ο Bacal και οι συν[4] για αναφυλαξία άγνωστης αιτιολογίας, διαπιστώθηκε στους δέκα από αυτούς κάποιο ένοχο αντιγόνο ή κάποια υποκείμενη νόσος. Μέσα στις διαγνώσεις αυτών των ασθενών αποκαλύφθηκε αναφυλαξία στα φυστίκια, αναφυλαξία σε κάποιο μη εντοπισμένο τρόφιμο, αναφυλαξία από ασπιρίνη, συστηματική μαστοκυττάρωση, χωρίς μελαγχρωτική κνίδωση και προσποιητή αναφυλαξία από κάποιο άτομο, που γνώριζε ότι ήταν αναφυλακτικά ευαίσθητο σε γνωστή σ' αυτό ουσία. Στους υπόλοιπους όμως ένδεκα ασθενείς δεν διαπιστώθηκε οποιαδήποτε αιτιολογία.
Κλινικά ευρήματα
Οι κλινικές εκδηλώσεις της ΙΑ είναι παρόμοιες με αυτές της αναφυλαξίας γνωστής αιτιολογίας, περιλαμβανομένης της καρδιοκυκλοφορικής κατέρρειψης και του θανάτου. Η γενικευμένη κνίδωση, το αγγειοοίδημα ή και τα δύο εμφανίζονται σχεδόν πάντοτε και διαγνωστικά εξυπηρετούν ως ένα αντικειμενικό σωματικό εύρημα για τη θεραπεία, που επακολουθεί.
Στη συστηματική αυτή αντίδραση δυνατόν να συνυπάρχουν επιπρόσθετα συμπτώματα και σημεία, όπως το σοβαρό οίδημα του λάρυγγα ή του φάρυγγα, με επακόλουθο την απόφραξη της αεροφόρας οδού, ο βρογχόσπασμος, υπόταση ή συγκοπή. Ένα ή περισσότερα από τα πιο πάνω συμπτώματα και σημεία, είναι απαραίτητα για να χαρακτηριστεί η κατάσταση ως ΙΑ.
Ως συνοδά συμπτώματα μπορεί να ανευρεθούν από το γαστρεντερικό σύστημα, όπως το κοιλιακόν άλγος, ναυτία, έμετος και διάρροια. Από τα άλλα συστήματα μπορεί να εκδηλωθεί ρινίτιδα και επιπεφυκίτιδα[5]. Τα τελευταία όμως δεν αποτελούν κριτήρια για τη διάγνωση, εφόσον απουσιάζουν τα απειλητικά, για τη ζωή, συμπτώματα.
Στον Πίνακα 21 που ακολουθεί περιγράφεται η κλινική ταξινόμηση της ΙΑ.
Ταξινόμηση της ιδιοπαθούς αναφυλαξίας[5]
Η ιδιοπαθής αναφυλαξία (ΙΑ) μπορεί να ταξινομηθεί:
1. Ως ΙΑ με αγγειοοίδημα (ΙΑ-Α) για τις περιπτώσεις εκείνες με απόφραξη των ανώτερων αεροφορων οδών, η οποία αποτελεί τη μόνη απειλή για τη ζωή του ασθενούς, από τις εκδηλώσεις της ΙΑ.
2. Ως γενικευμένη ιδιοπαθής αναφυλαξία (ΙΑ-Γ), όταν υπάρχει σοβαρή υπόταση ή σοβαρός βρογχόσπασμος.
Ο Patterson και οι συν. (1993) προτείνουν την ακόλουθη ταξινόμηση:
Πίνακας 21: ΤΑΞΙΝΟΜΗΣΗ ΤΗΣ ΙΔΙΟΠΑΘΟΥΣ ΑΝΑΦΥΛΑΞΙΑΣ[6] | |
ΝΟΣΟΣ | ΣΥΜΠΤΩΜΑΤΑ |
Ιδιοπαθής Αναφυλαξία, Ασυνήθιστη Γενικευμένη (ΙΑΑΓ) | Κνίδωση ή αγγειοοίδημα με βρογχόσπαομο, υπόταση, συγκοπή ή γαστρεντερικά συμπτώματα με ή χωρίς συμμετοχή του ανώτερου αναπνευστικού, με αραιά επεισόδια (λιγότερα από 6 επεισόδια κατ' έτος). |
Ιδιοπαθής Αναφυλαξία, Συχνή Γενικευμένη (ΙΑΣΓ) | Κνίδωση ή αγγειοοίδημα με βρογχόσπασμο, υπόταση, συγκοπή ή γαστρεντερικά συμπτώματα με ή όχι συμμετοχή του ανώτερου αναπνευστικού, με συχνά επεισόδια (6 ή περισσότερα επεισόδια κατ' έτος). |
Ιδιοπαθής Αναφυλαξία, υπό ερωτηματικό (ΙΑ-Ε) | Η διάγνωση τίθεται σε έναν ασθενή που καταφθάνει για αντιμετώπιση με υποθετική διάγνωση ιδιοπαθούς αναφυλαξίας. Επανειλημμένες απόπειρες τεκμηρίωσης των αντικειμενικών ευρημάτων είναι ανεπιτυχείς. Ανταπόκριση σε κατάλληλες δόσεις πρεδνιζόνης δεν υπάρχει και η διάγνωση παραμένει αβέβαιη. |
Ιδιοπαθούς Αναφυλαξίας Ποικιλία (ΙΑΠ) | Η διάγνωση τίθεται, όταν τα συμπτώματα και τα σωματικά ευρήματα της ιδιοπαθούς αναφυλαξίας διαφέρουν από τα κλασσικά ευρήματα της ΙΑ. Η ΙΑΠ μπορεί στη συνέχεια να ταξινομηθεί ως ΙΑ-Ε ή να αποκλειστεί η ΙΑ ή η ΙΑ με αγγειοοίδημα ή η γενικευμένη ΙΑ. |
Παθολογική φυσιολογία
Η παθολογική φυσιολογία της ΙΑ παραμένει άγνωστη. Μεταξύ των παθογενετικών μηχανισμών που έχουν ενοχοποιηθεί περιλαμβάνονται η ευαισθητοποίηση σε άγνωστα αλλεργιογόνα, λειτουργικές ανωμαλίες των μαστοκυττάρων και η ετερογένεια των ΙgΕ.
Είναι πιθανή επίσης και η προσθήκη αλλεργικών και μη αλλεργικών παραγόντων[17]. Έχουν ανευρεθεί αυξημένα επίπεδα ισταμίνης στα ούρα κατά τη διάρκεια των επεισοδίων, τα οποία όμως παραμένουν φυσιολογικά, όταν απουσιάζουν τα συμπτώματα[5].
Ανευρέθησαν επίσης αυξημένα τα επίπεδα ισταμίνης του πλάσματος σε δύο ασθενείς[1]. Η απελευθέρωση άλλων χημικών μεσολαβητών εκτός της ισταμίνης είναι μια υπόθεση που έχει προταθεί, δεδομένου ότι η χορήγηση αντιισταμινικών (anti H1) αποδείχτηκε ανεπαρκής στη θεραπεία [17].
Δεν έχουν παρατηρηθεί άλλες εργαστηριακές ανωμαλίες[5]. Σε αντίθεση με τη συστηματική μαστοκυττάρωση, όπου ο αριθμός των μαστοκυττάρων του μυελού των οστών και του δέρματος (μετά από βιοψία) είναι υπερβολικά αυξημένος, στην ιδιοπαθή ή ανεξήγητη αναφυλαξία ο αριθμός των μαστοκυττάρων του μυελού των οστών και του δέρματος δεν αυξάνει[7].
Η απελευθέρωση ισταμίνης από τα βασεόφιλα, in vitro, σε ασθενής με ΙΑ και μη ατοπικούς μάρτυρες δεν επέδειξε διαφορές στην αυτόματη απελευθέρωση ισταμίνης ή στην απελευθέρωση ισταμίνης με αντιανθρώπινες IgE[8].
Η δερματική αντιδραστικότητα προς τους αντιπροσωπευτικούς βιοδραστικούς χημικούς μεσολαβητές, όπως η ισταμίνη, ο ενεργοποιητικός παράγοντας των αιμοπεταλίων (PAF) και το λευκοτριένιο D8 δεν αυξάνουν στους ασθενείς με ΙΑ, σε σύγκριση με μάρτυρες ασθενείς[9].
Αν και η ΙΑ δεν είναι επακόλουθο της αντίδρασης αντιγόνου με μιαν ειδική IgE, η πιο πιθανή εξήγηση της ΙΑ είναι ότι τα κλινικά γεγονότα, που τη συνοδεύουν είναι επακόλουθα μιας επεισοδιακής συστηματικής απελευθέρωσης ισταμίνης ή άλλων αγγειοδραστικών ουσιών από τα μαστοκύτταρα, τα βασεόφιλα ή και τα δύο[5]. Ο Greenberger αναφέρει έναν ασθενή με ΙΑ και ανεξήγητα, επίμονα, ανεβασμένα τα επίπεδα των IgE, που ηύξαναν έντονα κατά τα επεισόδια[10].
Αναφέρονται περιπτώσεις γυναικών με καθ' υποτροπήν αναφυλαξία, λόγω εμφανούς ευαισθητοποίησης σε ενδογενή προγεστερόνη, που ανταποκρίθηκαν θετικά μετά από φαρμακευτικό και χειρουργικό
Πίνακας 22: ΔΙΑΦΟΡΙΚΗ ΔΙΑΓΝΩΣΗ ΙΔΙΟΠΑΘΟΥΣ ΑΝΑΦΥΛΑΞΙΑΣ |
Αναφυλαξία από εντοπισμένους ή φυσικούς παράγοντες |
|
Νόσοι που μπορούν να μιμηθούν την ιδιοπαθή αναφυλαξία |
|
ευνουχισμό[11, 12]. Τα επεισόδια της αναφυλαξίας δεν σχετίζονταν επίμονα με τις διακυμάνσεις της προγεστερόνης του ωοθηκικού κύκλου, ενώ η προγεστερόνη δεν επηρέαζε in vitro την απελευθέρωση ισταμίνης από τα βασεόφιλα αυτών των ασθενών[13].
Σε μια σειρά 123 ασθενών με ιδιοπαθή αναφυλαξία ο Wiggins και συν[5] αναφέρουν ότι οι 56 (46%) ασθενείς είχαν ένα ιστορικό επεισοδιακής κνίδωσης, αγγειοοιδήματος ή αμφότερα, πριν από την εισβολή της ΙΑ. Οι 21 από τους 94 ασθενείς (22%), που τέθηκαν υπό θεραπεία, συνέχιζαν να έχουν ιδιοπαθή κνίδωση ή αγγειοοίδημα, χωρίς αναφυλαξία.
Τούτο δηλώνει ότι η ΙΑ δυνατόν να εκπροσωπεί την πιο σοβαρή μορφή του φάσματος των αντιδράσεων αμέσου τύπου, λόγω ανώμαλης ή ακατάλληλης ενεργοποίησης των μαστοκυττάρων ή των βασεοφίλων.
Επιπρόσθετα οι ασθενείς με ΙΑ έχουν μια υψηλή συχνότητα ατοπίας που καθορίζεται με την παρουσία IgE αντισωμάτων και την ύπαρξη αλλεργικής νόσου, που προκαλείται με τη μεσολάβηση IgE και αλλεργιογόνων.
Από τους 123 ασθενείς του Wigging και συν[5] οι 71 (58%) ήσαν ατοπικοί ή επέδειξαν θετικές δερμοαντιόράσεις προς τρόφιμα ή εισπνεόμενα αλλεργιογόνα ή είχαν αλλεργικές νόσους. Το ποσοστό αυτό είναι ουσιαστικά υψηλότερο από αυτό του γενικού πληθυσμού. Την ίδια παρατήρηση έχουν κάνει οι Wolf και Lieberman[14].
Διάγνωση και διαφορική διάγνωση
Η διάγνωση της ΙΑ τίθεται μετά από προσεκτική λήψη του ιστορικού και ερευνά για την ανακάλυψη ενόχων αντιγόνων ή νόσων που μιμούνται την αναφυλαξία (Πίνακας 22).
Το κληρονομικό αγγειοοίδημα μπορεί να αποκλειστεί με την παρουσία κανονικών επιπέδων του συμπληρώματος του ορού. Στο κληρονομικό αγγειοοίδημα τα επίπεδα του C4 είναι χρονίως ελαττωμένα και η διάγνωση τίθεται με την ανεύρεση χαμηλών επιπέδων του ποσοτικού και λειτουργικού C1 αναστολέα.
Το καρκινοειδές σύνδρομο μπορεί να διαγνωστεί από τα ανεβασμένα επίπεδα του 5-υδροξυινδολοξικού οξέως στα ούρα (5-ΗΙΑΑ). Προτού αξιολογηθούν τα ούρα του 24ώρου οι ασθενείς πρέπει να αποφύγουν ορισμένα φάρμακα, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται η ακεταμινοφαίνη και η γουαϊφενεσίνη, διότι αυτά τα φάρμακα ανεβάζουν τα επίπεδα του 5-ΗΙΑΑ, ενώ η ασπιρίνη τα ελαττώνει. Ένα χαρακτηριστικό κλινικό εύρημα της αναφυλαξίας είναι η κνίδωση, η οποία δεν παρατηρείται στο κληρονομικό αγ-γειοοίδημα ή το καρκινοειδές σύνδρομο.
Η συστηματική μαστοκύττωση είναι σπάνια, αν απουσιάζει η μελαγχρωτική κνίδωση και άλλη ένδειξη ιστικής προσβολής και μπορεί να αποκλειστεί αν βρεθεί φυσιολογική η βιοψία του νωτιαίου μυελού και το οστικό σπινθηρογράφημα, επί απουσίας των χαρακτηριστικών βλαβών.
Το φαιοχρωμοκύττωμα συνοδεύεται από ωχρότητα, υπέρταση και ταχυκαρδία που θεωρούνται τυπικά ευρήματα. Ο έλεγχος των επιπέδων του βανιλλυλμανδελικού οξέος και των μετανεφρινων σε ούρα του ασθενούς, που συλλέχθηκαν επί 24 ώρες, αποκλείουν το φαιοχρωμοκύττωμα.
Η καθ' υποτροπήν αναφυλαξία πρέπει να οφείλεται πιθανόν στη λήψη κάποιας τροφής. Τούτο μπορεί να ανιχνευθεί με δερματικές δοκιμασίες (αν είναι αξιόπιστες για τα υπό έλεγχον τρόφιμα) ή με την in vitro δοκιμασία του συστήματος CAP-RAST. Οι ασθενείς με ιδιοπαθή αναφυλαξία, όχι ασυνήθιστα, έχουν συμπτώματα στο μέσο της νύχτας και μετά ώρες από τη λήψη του τελευταίου γεύματος. Τούτο είναι ενδεικτικό της απουσίας κάποιου τροφικού αλλεργιογόνου.
Η αλλεργία στα σουλφίδια δεν φαίνεται να είναι η αιτία της καθ' υποτροπήν αναφυλαξίας. Δύο έρευνες απέτυχαν να επιδείξουν ευαισθησία στα σουλφίδια σε 37 περιπτώσεις ΙΑ, στις οποίες έγιναν δοκιμασίες πρόκλησης με μεταδισουλφίδιο[15, 16].
Μεγάλη σημασία στη διάγνωση έχει η δυνατότητα του γιατρού να κατανοήσει ότι, η ΙΑ υφίσταται. ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΣΤΟ Β' ΜΕΡΟΣ
Το παρόν άρθρο προστατεύεται από το νόμο περί πνευματικής ιδιοκτησίας. Απαγορεύεται η μερική ή ολική αντιγραφή και χρήση του στο διαδίκτυο ή οποιοδήποτε άλλο έντυπο μέσο, εκτός και αν ζητηθεί έγγραφη άδεια από τον ιδιοκτήτη της παρούσας ιστοσελίδας.